-
1 ферма
1. стр. η φέρουσα κατασκευήη δικτυωτή δοκός2. с.-х. η αγροτική μονάδα, разг. η φάρμα (ξεν.)молочная - γαλακτοπαραγωγική -, το γαλακτοπαραγωγικό αγρόκτημα -3. мор. το πλαίσιοοι φέροντες νομείςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ферма